διαλάμπω

διαλάμπω
αμετ.
1) прям. , перен. блестеть, сверкать, сиять; διέλαμψε η ημέρα рассвело;

εν τέλει θα διαλάμψη η αλήθεια — правда в конце концов восторжествует;

2) выделяться, блистать (среди многих)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "διαλάμπω" в других словарях:

  • διαλάμπω — shine through pres subj act 1st sg διαλάμπω shine through pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλάμπω — (Α διαλάμπω) 1. λάμπω μέσα από κάτι, λάμπω πέρα ως πέρα, ακτινοβολώ 2. διαπρέπω, διακρίνομαι, υπερέχω αρχ. 1. (για τη φωνή) ακούγομαι καθαρά 2. «διέλαμψεν ἡμέρα», «διαλάμποντος τοῡ ἡλίου» ενώ ξημέρωνε …   Dictionary of Greek

  • διαλάμπω — διέλαμψα, διακρίνομαι, ακτινοβολώ: Διέλαμψε τη βραδιά της απονομής των βραβείων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαλάμπετε — διαλάμπω shine through pres imperat act 2nd pl διαλάμπω shine through pres ind act 2nd pl διαλάμπω shine through imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλάμπῃ — διαλάμπω shine through pres subj mp 2nd sg διαλάμπω shine through pres ind mp 2nd sg διαλάμπω shine through pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλάμψουσιν — διαλάμπω shine through aor subj act 3rd pl (epic) διαλάμπω shine through fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαλάμπω shine through fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλαμπόντων — διαλάμπω shine through pres part act masc/neut gen pl διαλάμπω shine through pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλαμψάντων — διαλάμπω shine through aor part act masc/neut gen pl διαλάμπω shine through aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλάμπει — διαλάμπω shine through pres ind mp 2nd sg διαλάμπω shine through pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλάμπον — διαλάμπω shine through pres part act masc voc sg διαλάμπω shine through pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλάμποντα — διαλάμπω shine through pres part act neut nom/voc/acc pl διαλάμπω shine through pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»